- συσμηρίζω
- Απροσαρμόζω δύο αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε η επαφή τους να είναι αεροστεγής («ποιήσωμεν σωλῆνα σύνθετον κατὰ τὸ μῆκος ἐκ δύο συνεσμηρισμένων ἀλλήλοις», Ήρων).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + σμηρίζω «στιλβώνω, γυαλίζω» (για τη σημ. πρβλ. σμήρισμα)].
Dictionary of Greek. 2013.